-
1 найти
найти βρίσκω· я не нашёл... δε βρήκα...· как мне \найти? πώς να βρω; \найтись βρίσκομαι* * *я не нашёл… — δε βρήκα…
как мне найти́? — πώς να βρω
-
2 досчитать
ρ.σ.μ. κ. αμ. απομετρώ, τελειώνω τη μέτρηση• μετρώ ως.βρίσκω το λάθος λογαριάζοντας•долго я не мог досчитать пяти рублей; наконец -ал πολύ ώρα δεν μπορούσα να βρω, πώς λείπουν πέντε ρούβλια στο λογαριασμό• επιτέλους βρήκα γιατί•
я тут не -ал двух рублей εδώ δεν συμπεριέλαβα στο λογαριασμό δυο ρούβλια•
(για λογαριασμό) λείπω, δε φτάνω•после столкновения не-лись нескольких человек μετά τη συμπλοκή έλειψαν κάμποσα άτομα.
См. также в других словарях:
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… … Dictionary of Greek
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αντιμυθιστόρημα — Μέθοδος γραφής μυθιστορήματος αντίθετη από την αποδεκτή, που πολλοί την αποδίδουν στην επίδραση του μεταπολεμικού κινηματογράφου. Ο όρος έχει απόδοθεί στη γλώσσα μας από το γαλλικό antiroman. Παλαιότερα, κάποια ρωγμή στη δομή του κλασικού… … Dictionary of Greek